Η εξέλιξη του μπουζουκιού
Το μπουζούκι στη διάρκεια της εξέλιξής του και τα χορδίσματα του , απ’ τον παραδοσιακό ταμπουρά μέχρι τη σημερινή του μορφή, υπέστη αρκετές αλλαγές, π.χ. το σκάφος φτιάχνεται από «ντούγιες» και όχι σκαφτό, οι μπερντέδες αντικαθίστανται από τα τάστα, αλλάζει ο συγκερασμός της ταστιέρας σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα κ.ά. Ας επικεντρωθούμε όμως στη λεπτομέρεια που μας απασχολεί. Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα το μπουζούκι διαθέτει για το κούρδισμα των χορδών του τα παραδοσιακά στριφτάρια, όπως οι λύρες, το ούτι, το βιολί κλπ. Οι οργανοποιοί, στην προσπάθειά τους να διευκολύνουν το κούρδισμα, αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα κλειδιά του μαντολίνου. Επειδή η κλειδιέρα του μαντολίνου έχει οχτώ κλειδιά και το μπουζούκι έχει έξι χορδές (τρεις διπλές) τα δυο τελευταία κλειδιά μένουν «άδεια». Έτσι τουλάχιστον νόμιζα!
Περνώντας πριν μερικά χρόνια από το ταβερνάκι ενός χωριού στη Μάνη, συναντάω ένα γέροντα να «κουτσοπαίζει» δημοτικά τραγούδια με ένα επτάχορδο(!) μπουζούκι: Ένα ζευγάρι χορδές κάτω, ένα στη μέση και τρεις πάνω. «Γιατί ρε μάστορα τρεις χορδές επάνω;» τον ρωτάω. «Για να ακούγεται πιο δυνατά στις …γεμάτες» απαντάει. Μερικούς μήνες αργότερα συναντάω το δεξιοτέχνη μπουζουξή Γιάννη «Σπόρο» Σταματίου και του αναφέρω το παράδοξο που είδα. Κι αυτός όχι μόνο δεν εκπλήσσεται αλλά μου το επιβεβαιώνει, λέγοντας μάλιστα ότι πρόλαβε παλιούς μπουζουξήδες που εκμεταλλεύτηκαν τα οχτώ κλειδιά παίζοντας με οκτάχορδα μπουζούκια αλλά με τρεις «φωνές», δηλαδή δυο χορδές κάτω, τρεις στη μέση και τρεις πάνω. Κι αυτό για να «κερδίζουν» ήχο παίζοντας σε ντουζένια.
Τι είναι λοιπόν αυτά τα περίφημα ντουζένια; Οι παλιοί μπουζουξήδες δε χρησιμοποιούσαν ένα κούρδισμα αλλά κάμποσα, ανάλογα με το δρόμο του τραγουδιού και τον τόνο που ήθελαν να το παίξουν. Αυτά κουρδίσματα τα ονόμαζαν ντουζένια. Το κάθε ντουζένι είχε το όνομά του (Αραπιέν, Καραντουζένι κ.ά.) και όσο πιο «ψαγμένος» ήταν ο μπουζουξής τόσο πιο πολλά κουρδίσματα έκανε. Η χρησιμότητά τους έγκειται στο ότι μπορούσε ο μπουζουξής να αλλάξει τον τόνο του τραγουδιού σύμφωνα με τις δυνατότητες του τραγουδιστή και ταυτόχρονα μπορούσε να παίζει στα «γεμάτα», να χτυπάει δηλαδή το ρυθμό στις «ανοιχτές» χορδές, έχοντας πάντα το σωστό τόνο. Κι αυτό γιατί τα μπουζούκια τότε δε συνοδεύονταν απαραίτητα από κιθάρα ή άλλο συνοδευτικό όργανο (χαρακτηριστική είναι η σύνθεση της πρώτης μπουζουξίδικης κομπανίας, της θρυλικής «Τετράδος του Πειραιώς», με δυο μπουζούκια, έναν τζουρά κι έναν μπαγλαμά).
Στις πρώτες ηχογραφήσεις λαϊκών τραγουδιών με μπουζούκι, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Ανέστης Δελιάς κ.ά. είναι κουρδισμένοι σε ντουζένια (μου το επιβεβαίωσε πρόσφατα και ο Στέλιος Βαμβακάρης). Την ίδια εποχή όμως «μονιμοποιείται» η κιθάρα σαν συνοδευτικό όργανο στα λαϊκά τραγούδια και σιγά-σιγά «εξευρωπαΐζεται» ο ρεμπέτικος ήχος, με αποτέλεσμα να αλλάζει και τρόπος παιξίματος του μπουζουκιού, που αρκείται πια μόνο στο σόλο, ενώ τα χτυπήματα στις ανοιχτές χορδές λιγοστεύουν. Καθιερώνεται λοιπόν ένα στάνταρ κούρδισμα, το «ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ» ή αλλιώς «ευρωπαϊκό», το οποίο μεταξύ άλλων βοηθάει και στην καλύτερη συνεννόηση του μπουζουκιού με τα υπόλοιπα όργανα.
Ο ήχος ενός μπουζουκιού κουρδισμένου σε ντουζένι, αλλά και τα ίδια τα ντουζένια είναι ένα κομμάτι της παράδοσής μας που κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Όλοι οι γνωστοί (μέσω της δισκογραφίας) δεξιοτέχνες μπουζουξήδες εξελίχτηκαν πάνω στο ευρωπαϊκό κούρδισμα. Μερικοί από αυτούς (συνήθως οι παλιότεροι) έχουν γνώσεις των παλιών κουρδισμάτων αλλά δεν τα χρησιμοποιούν σε ηχογραφήσεις, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν άμεσα να χαθούν.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του ’70 έχει δημιουργηθεί μια «παντοκρατορία» του τετράχορδου μπουζουκιού και του ηλεκτρικού ήχου. «Αν κρατούσες τρίχορδο δεν έβρισκες δουλειά πουθενά», λέει χαρακτηριστικά ο Θύμιος Στουραΐτης. Έτσι σχεδόν όλοι οι παλιότεροι μπουζουξήδες έχουν περάσει στο τετράχορδο. Οι περισσότεροι νέοι μπουζουξήδες, στην προσπάθειά τους να μιμηθούν το Χιώτη και τους άλλους παλιότερους δεξιοτέχνες, αναγάγουν σε αυτοσκοπό την όσο το δυνατό μεγαλύτερη ταχύτητα πάνω στο όργανο, υποβαθμίζοντας άλλες βασικές παραμέτρους ενός ολοκληρωμένου οργανοπαίχτη, όπως η καθαρότητα της πενιάς, το «χρώμα», η φαντασία κλπ. Έτσι αυτό που παράγεται φαίνεται μεν πιο πολύπλοκο, είναι δε ουσιαστικά φτωχότερο.
Σε άλλες χώρες με μουσική παράδοση παρόμοια με τη δική μας (π.χ. Τουρκία) έχουν γίνει σοβαρότατες μελέτες και έχουν εκδοθεί δεκάδες βιβλία με ό,τι αφορά τα παραδοσιακά όργανα. Στη χώρα μας οι ελπίδες εναπόκεινται στο μεράκι κάποιου μουσικού που ίσως βρεθεί και συμμαζέψει αυτή τη «γνώση» και στην καλή θέληση κάποιου εκδότη που ίσως αποφασίσει να την εκδώσει.
Αυτοί όμως που έχουν μεγαλύτερη ευθύνη είναι οι λαϊκοί συνθέτες που αποδίδουν στο μπουζούκι όλο και περισσότερο ρόλο κομπάρσου, αντί αυτόν του πρωταγωνιστή που είχε στο παρελθόν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60 τα σημαντικότερα οργανικά κομμάτια για μπουζούκι γράφτηκαν απ’ τους λεγόμενους «έντεχνους» συνθέτες κι όχι απ’ τους λαϊκούς. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι αυτοί οι «έντεχνοι» συνθέτες χρησιμοποίησαν είτε τρίχορδους μπουζουξήδες (π.χ. Κώστας Παπαδόπουλος) είτε πρώην τρίχορδους που όμως φρόντισαν να διατηρήσουν το χρώμα τους και στο τετράχορδο μπουζούκι (π.χ. Γιώργος Ζαμπέτας). Μετά τη μεταπολίτευση, όταν το παλιό λαϊκό τραγούδι, το ρεμπέτικο, επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο, τότε σιγά-σιγά επανεμφανίζονται και τα τρίχορδα μπουζούκια. Παράλληλα κορυφώνεται και η «κόντρα» τρίχορδου-τετράχορδου που είχε ξεκινήσει απ’ το ’60.
Και το τρίχορδο, και το τετράχορδο απόχτησαν φανατικούς φίλους και εχθρούς. Ιδιαίτερα το τετράχορδο κατηγορήθηκε (συχνά όχι άδικα) για συνυπευθυνότητα στην παρακμή του λαϊκού τραγουδιού. Στη σημερινή πάντως προβληματική εποχή για την παράδοσή μας γενικότερα, καλό θα είναι οι σύγχρονοι μπουζουξήδες να μην αναλωθούν σε διαγωνισμούς για το κέρδισμα των εντυπώσεων αλλά στην προσπάθεια ανάδειξης του εθνικού λαϊκού μας οργάνου στο ρόλο που του αξίζει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου