Η ιστορία, ενός μεγάλου οργανοποιού όπως την διηγείται ή σύντροφος της ζωής του Γεγής
Στην Σύλβα Τσοπανιάν Τεύχος: Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2009
«O Στραντιβάριους των μπουζουκιών» τον ονόμαζε o Τσιτσάνης που ήταν φίλος και συνεργάτης του. Εθεωρείτο μεγάλη τιμή για τους νέους μπουζουξήδες, όχι ν’ αποκτήσουν καν, αλλά να πιάσουν δικό του όργανο στα χέρια τους. Το 90% από τα λαϊκά όργανα των δασκάλων πέρασε από τα χέρια του. Κώστας Χατζηδουλής ερευνητής του ρεμπέτικου τραγουδιού
Με τον Ζοζέφ συναντηθήκαμε για πρώτη φορά στο πατρικό μου σπίτι. Ο Ζοζέφ με ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά, όμως κι εμένα μου άρεσε πολύ, ήταν μεγαλύτερος μου κατά 20 χρόνια κι εγώ ακόμα πήγαινα στο γυμνάσιο. Ήταν πολύ ωραίος!! Η πεθερά μου, μου εξιστόρησε τα εξής για την ημέρα της γεννήσεώς του. Ο Ζοζέφ γεννήθηκε το 1915 στο Αφιόν Καραχισάρ, όταν οι Αρμένιοι διωγμένοι από τους Τούρκους, επιβίωναν κάτω από άθλιες συνθήκες πείνας. Η πεθερά μου, η Σαχνάρ, ήταν έγκυος στον Ζοζέφ. Την είχαν πιάσει οι πόνοι της γέννας, όμως εξ αιτίας της πείνας και των κακουχιών, δεν είχε δύναμη για τον τοκετό. Την βοήθησε μια μαία (μαμή), η οποία την ξάπλωσε στο έδαφος, για να πάρει δύναμη από τη γη!! Πραγματικά κατάφερε ν’ αναθαρρέψει. Της έφτιαξαν και έναν χυλό να φάει και τελικά κατάφερε να βρει τη δύναμη την οποία χρειαζόταν. Προσευχήθηκε λοιπόν στο Θεό να της χαρίσει ένα παιδί «όμορφο σαν τον Ιωσήφ, δυνατό σαν τον Σαμψών και έξυπνο σαν τον Σολομώντα». Πραγματικά, ο Ζοζέφ είχε και τις τρεις αυτές χάρες, ήταν όμορφος, δυνατός και έξυπνος.
Παντρευτήκαμε το 1951 και κατά τη διάρκεια της έγγαμης ζωής μας ανακάλυψα και άλλες αρετές του. Το σπίτι μας, μια νεοκλασσική μονοκατοικία, βρισκόταν κοντά στο μαγαζί του το οποίο ήταν ένας απλός χώρος, χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση. Η σχέση του Ζοζέφ με το επάγγελμά του ήταν καθαρά ερωτική. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν. Προσπαθούσε πάντα να καινοτομεί. Το 1940 μια εφημερίδα της εποχής έγραφε, ότι ένας οργανοποιός ονόματι Ζοζέφ Τερζιβασιάν πήρε άδεια ευρεσιτεχνίας για ένα μουσικό όργανο: το «γερεβάν». Ήταν ένα μουσικό όργανο μεταξύ μπουζουκιού και κιθάρας. Είναι γνωστό, ότι εκείνα τα χρόνια το μπουζούκι ήταν παρεξηγημένο και περιθωριοποιημένο μουσικό όργανο, καθώς και όλοι οι καλλιτέχνες οι οποίοι ασχολούνταν με το λαϊκό τραγούδι ή τη λαϊκή μουσική. Παρά ταύτα, ο Ζοζέφ κατάφερε να κατασκευάσει και να εξασφαλίσει την άδεια κυκλοφορίας του μουσικού οργάνου «γερεβάν» και όταν τον ρωτούσαν τι είναι το «γερεβάν» απαντούσε: «είναι η πρωτεύουσα της Αρμενίας». Έτσι κατάφερνε ν’ απομακρύνει τους περίεργους. Νομίζω ότι κατασκεύασε 5-6 τέτοια όργανα. Βέβαια, με την πάροδο των χρόνων, το μπουζούκι πήρε την πρέπουσα θέση μεταξύ των άλλων μουσικών οργάνων και μπορούσε να το κατασκευάζει χωρίς κανένα πρόβλημα.
Δεν είχε ολοκληρώσει τη μόρφωσή του. Είχε πάει μόνο σε 3 τάξεις, στο αρμενικό δημοτικό σχολείο το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της Συγγρού. Έγραφε και διάβαζε μόνον αρμενικά. Ωστόσο είχε κάνει μαθήματα μουσικής και έπαιζε κιθάρα, μπουζούκι, μαντολίνο, ακορντεόν, πιάνο, σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα. Φαίνεται ότι το σαράκι της μουσικής ήταν έμφυτο, διότι έγραφε μουσική και στίχους. Και επειδή δεν γνώριζε να γράφει στα ελληνικά, χρησιμοποιούσε την αρμενική αλφάβητο για τη σύνθεση των λέξεων των στίχων, ενώ τις νότες τις έγραφε κανονικά, τις οποίες πολλές φορές τον βοηθούσα καθαρογράφοντάς τες. Έχουν κυκλοφορήσει και 2-3 δίσκοι με τα τραγούδια του. Οι μουσικοσυνθέτες της εποχής του ζητούσαν να τους δώσει τραγούδια του, αλλά επειδή απαιτούσε ν’ αναφέρεται ολόκληρο το ονοματεπώνυμό του στο δίσκο, δεν το δέχονταν. Και ο ίδιος παρέμεινε ανυποχώρητος στην απαίτησή του, διότι δεν επέτρεψε στον εαυτό του ν’ ανταλλάξει την καταγωγή του, με μια ίσως πρόσκαιρη δημοσιότητα. Αρχικά, δούλευε σε μουσικό οίκο ως υπάλληλος και κάποια στιγμή τόλμησε να ανοίξει το δικό του μαγαζί. Έβαλε στην προθήκη ένα μπουζούκι, μια κιθάρα και ένα μαντολίνο έκανε τον σταυρό του και ξεκίνησε. Είχε πολύ καλό «μουσικό αυτί», κούρδιζε ακόμα και το ακορντεόν με το αυτί, χωρίς να χρησιμοποιεί συχνά διαπασών. Λες και είχε μέσα στ’ αυτιά του τους ήχους αυτών των οργάνων και τον καθοδηγούσαν. Επειδή ήθελε να κατασκευάζει τα μουσικά του όργανα απρόσκοπτα, για τις παραγγελίες εργαζόταν πάντα πέραν των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων, μέχρι αργά τα μεσάνυχτα. Όταν κάποια φορά, εξ’ αιτίας ατυχήματος, έσπασε την κλείδα του και υποχρεώθηκε να νοσηλευθεί, συνεχώς παραπονιόταν λέγοντας χαρακτηριστικά : «Πάρτε με από εδώ. Εδώ είναι φυλακή πολυτελείας. Πηγαίνετέ με, να μυρίσω τα ροκανίδια μου!!» Δεν ζούσε χωρίς αυτά και τελικά βγήκε με δική του ευθύνη από το νοσοκομείο.
Πήγαινε στο μαγαζί με το χέρι του δεμένο. Όλες του οι δημιουργίες ήταν κατά κυριολεξία χειροποίητες, από την επιλογή των υλικών έως και το τελικό λουστράρισμά τους. Δεν χρησιμοποιούσε μηχανήματα, ούτε για το τελικό στάδιο, όπως άλλοι συνάδελφοί του. Ήταν τελειομανής!! Λάτρευε τη δουλειά του, την είχε σαν θρησκεία, την απολάμβανε και ήξερε ότι ήταν καλός τεχνίτης. Κάπως έτσι κατασκεύασε και το οκτάχορδο μπουζούκι. Θυμάμαι, ότι ο Μανώλης Χιώτης ζήτησε από τον Ζοζέφ να του φτιάξει ένα κιθαρομπούζουκο. Η κιθάρα έχει 6 χορδές και το μπουζούκι έχει 3 διπλές χορδές. Έχοντας την εμπειρία της κατασκευής του «γερεβάν», ικανοποίησε πλήρως την επιθυμία του Χιώτη για κάτι διαφορετικό. Κατάφερε να κατασκευάσει ένα μπουζούκι με οκτώ χορδές με πιο πλατύ μανίκι. Παράλληλα εφάρμοσε μια άλλη καινοτομία στα μπουζούκια που κατασκεύαζε. Άλλαξε τη θέση όπου πάταγαν οι νότες, επάνω στο μανίκι του μπουζουκιού. Η κοινή κατασκευή τους γινόταν με κουμπάκια τα οποία έμπαιναν επίπεδα επάνω στην επιφάνεια του μάνικου. Ο Ζοζέφ μετακίνησε τα κουμπάκια από την επίπεδη πλευρά στη ράχη του μουσικού οργάνου και στόλισε το μάνικο με ένα κλαδί που στη θέση των κουμπιών είχε ή ένα φύλλο ή ένα κλαδί. Πελάτες του ήταν ο Χιώτης, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Μητσάκης, ο Καλδάρας, ο Ζαφειρίου, ο Νικολόπουλος, ο Ευσταθίου, ο Τζουανάκος, ο Τατασόπουλος και πολλοί άλλοι τους οποίους σίγουρα ξεχνώ.
Μια φορά πήγα με μια φίλη μου στο μαγαζί όπου δούλευε ο Νικολόπουλος και μου λέει: «κυρία Τερζιβασιάν, πείτε στον Ζοζέφ να μου φτιάξει ένα μπουζούκι, γιατί μου είπε ότι είναι πολύ απασχολημένος». Πραγματικά, δεν είχε χρόνο ώστε να τους ικανοποιεί όλους. Ο μεγαλύτερος εραστής της τέχνης του Ζοζέφ ήταν ο Ζαμπέτας. Είχε 3 με 4 δικά του μπουζούκια, τον λάτρευε, δεν έπιανε στα χέρια του άλλο μπουζούκι!!!. Όταν πηγαίναμε στα κέντρα διασκεδάσεως, όλοι οι μουσικοί μας αναγνώριζαν και έρχονταν να καθίσουν μαζί μας. Θυμάμαι μια φορά, ήμασταν ακόμη αρραβωνιασμένοι, όταν πήγαμε στο «Πιγκάλ», σηκώνεται ο Χιώτης και κρατώντας το μπουζούκι του ψηλά φωνάζει: «Γεια σου Ζοζεφάρα! Γεια σου καλλιτεχνάρα!!». Με αυτόν τον τρόπο εκφράζονταν όπου κι αν πηγαίναμε. Δεν κολάκευε κανέναν. Δεν παρακαλούσε να τους φτιάξει ένα μπουζούκι.
Μερικοί νέοι κατασκευαστές, προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες, πήγαιναν στα κέντρα και έλεγαν στους καλλιτέχνες: «θα σου φτιάξω ένα μπουζούκι και θα σου το δώσω σχεδόν δωρεάν». Έτσι και γινόταν. Μετά όμως, το έφερναν στον Ζοζέφ και του έλεγαν ότι το καινούργιο τους μπουζούκι... «δεν βγάζει φωνή». Ο Ζοζέφ απαντούσε «θα το χειρουργήσω!!!». Το επισκεύαζε και φυσικά αμειβόταν αναλόγως!! Εν τέλει το κόστος του μπουζουκιού, για τον όποιο ιδιοκτήτη, πολλαπλασιαζόταν. Όταν το όργανο ήταν εξ ολοκλήρου φτιαγμένο από τον ίδιο έβαζε μέσα μία πινακιδούλα: «κατασκευή Ζοζέφ Τερζιβασιάν», ενώ εάν επιδιόρθωνε κατασκευές άλλων στην πινακιδούλα έγραφε «γενική επισκευή Ζοζέφ Τερζιβασιάν».Ήταν τίμιος. Ποτέ δεν καταδέχθηκε να παρουσιάσει για δικό του, κάτι το οποίο δεν του ανήκε. Για το λόγο αυτό στην αγορά του Πειραιά ήταν φερέγγυος, τον εκτιμούσαν και τον προτιμούσαν όλοι. Παραγγελίες δεν είχε μόνον για την εγ-χώρια αγορά αλλά και για το εξωτερικό. Στέλναμε μπουζούκια στην Κύπρο, την Αγγλία, την Αυστραλία, όμως τα περισσότερα τα στέλναμε στην Αμερική.
Τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση (τελωνεία, τράπεζες, κ.λ.π.), την είχα αναλάβει καθ’ ολοκληρίαν. Οι παραγγελίες γίνονταν από μουσικούς και η διαδικασία κατασκευής τους διαρκούσε 6-8 μήνες και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και έναν χρόνο. Η κατασκευή ενός οργάνου εξαρτάτο από τις καιρικές συνθήκες. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κλιματιστικά μηχανήματα. Όταν ο καιρός ήταν υγρός δεν μπορούσε να πιάσει το ξύλο στα χέρια του. Έλεγε ότι το ξύλο είναι ζωντανό και μόνον όταν οι καιρικές συνθήκες ήταν οι κατάλληλες μπορούσε να το δουλέψει. Εν τω μεταξύ, η αλληλογραφία με τους ανυπόμονους πελάτες πύκνωνε. Όλοι οι έλληνες μου-σικοί οι οποίοι πήγαιναν να δουλέψουν στην Αμερική, απαραιτήτως αγόραζαν ένα μπουζούκι από τον Ζοζέφ. Όχι από τα ακριβώτερα, αλλά από εκείνα για τα οποία ο ίδιος διαβεβαίωνε για την ποιότητά τους. Ο κάτοχος λοιπόν ενός τέτοιου οργάνου, εάν για οποιοδήποτε λόγο βρισκόταν σε δύσκολη θέση όντας στο εξωτερικό, κάλλιστα μπορούσε να το πουλήσει κερδίζοντας ανέτως τα έξοδα επιστροφής του στην πατρίδα. Οι αγοραστές μπουζουκιών, των κατασκευασμένων από τον Ζοζέφ, είχαν βρει έναν τρόπο για να εξακριβώνουν την αυθεντικότητά τους.
Έβαζαν το δάκτυλο τους στο κέντρο, μεταξύ του σκάφους και του μάνικου και εφ’ όσον ισορροπούσε, ήταν πεπεισμένοι ότι το είχε κατασκευάσει ο Ζοζέφ. Αυτό δεν το γνώριζε ο ίδιος, το έμαθε από τους πελάτες του. Ξέρετε, γίνονταν πολλές αντιγραφές, κόλλαγαν μια πινακιδούλα με τη δική του επωνυμία και τα πωλούσαν ως γνήσια. Όσοι όμως γνώριζαν το μυστικό της μεθόδου της ισορροπίας, μπορούσαν να ελέγξουν την αυθεντικότητα του κατασκευαστή. Κάποια στιγμή, το μπουζούκι όπως και η κιθάρα άρχισαν να διακοσμούνται με διάφορα σχέδια στο επάνω μέρος του οργάνου, στο μάνικο, στο κεφαλάρι, στις δύο πλευρές και στην κολάντζα. Σε αυτήν τη φάση της κατασκευής των οργάνων είχα ενεργό συμμετοχή. Κολλούσα το λευκό επάνω στο μαύρο κομμάτι και έβαζα το χαρτί με το σχέδιο. Την δουλειά αυτή έπρεπε να την ολοκληρώνω σε ορισμένη ώρα, ώστε μετά να μπορώ να ξεκολλήσω τα κομμάτια για να τοποθετηθούν επάνω στο μπουζούκι. Ο ίδιος μου σχεδίαζε ένα γενικό μοτίβο και εγώ πρόσθετα τις λεπτομέρειες. Ορισμένοι πελάτες απαιτούσαν την αποκλειστική σχεδίαση του μπουζουκιού τους, δηλαδή να μην επαναληφθεί σε άλλο όργανο άλλου πελάτη. Με την πάροδο των χρόνων υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί οργανοποιοί. Όμως η ποιότητα και η πιστότητα των μπουζουκιών και γενικώς όλων των μουσικών οργάνων τα οποία κατασκεύασε ο Ζοζέφ, παραμένουν έως σήμερα απαράμιλλα.
Ο Ζοζέφ ήταν συγκροτημένος άνθρωπος και ποτέ, σε όλη τη διάρκεια των 60 χρόνων τα οποία ζήσαμε μαζί, δεν άλλαξε το καθημερινό του πρόγραμμα από την ώρα που ξυπνούσε έως την ώρα που πήγαινε για ύπνο. Δόξα τω Θεώ, δεν μας έλειψε τίποτα, είχαμε και το σπίτι μας, γεννήθηκε και ο γιος μας, όλα ήταν καλά. Δούλευε μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής του. Πέθανε στις 21 Απριλίου 1999. Σήμερα, την επιχείρηση την διευθύνει ο γιος μας, ο Ναζαρέτ, ο οποίος από την ηλικία των 6 χρόνων άρχισε σιγά σιγά να συντροφεύει τον πατέρα του κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και να μαθαίνει τα μυστικά της τέχνης του. Όταν ολοκλήρωσε τη στρατιωτική θητεία του, άνοιξε τα φτερά του και με την καθοδήγηση και την αρωγή του πατέρα του, δημιούργησε τις δικές του επιχειρήσεις οι οποίες αποτελούν τη συνέχεια του μουσικού οίκου «ΖΟΖΕΦ ΤΕΡΖΙΒΑΣΙΑΝ».
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου