Η Ξακουστή τετράς του Πειραιά

Αν ήταν εύκολη η ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, ίσως να κράταγε αιώνες. Είδε το φως της ζωής στην αγαπημένη του Σύρο το 1905 (και έφυγε από αυτήν στις 8 Φεβρουαρίου του 1972) και σε ηλικία 15 ετών βρέθηκε στον Πειραιά, για να δουλέψει χαμάλης και καρβουνιάρης στο λιμάνι, ώστε να κατορθώσει να φέρει τη φτωχή οικογένειά του στη μεγάλη πόλη. Παντρεύτηκε 18 χρόνων τη μυθική Ελένη Μαρουδή (γνωστή πια ως Ζιγκοάλα) και την ίδια εποχή άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1930, ο Μάρκος Βαμβακάρης επιχείρησε, ύστερα από παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, να ηχογραφήσει το πρώτο του τραγούδι, το Καραντουζένι (1933). Την ίδια σχεδόν εποχή, θα ανοίξει το βαρύ του βήμα και θα κοιτάξει στα μάτια τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή, Ανέστη Δέλια. Μαζί θα σχηματίσουν την «Τετράς του Περαιώς», το πρώτο ρεμπέτικο σχήμα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης, Ιωάννης, Μεταξάς, Βασιλέας Γεώργιος Β’: Η εποχή του Εθνικού Διχασμού είχε πρωταγωνιστές με ονοματεπώνυμα, καθώς η δεκαετία του 1930 στη χώρα μας προσπαθούσε να αφήσει πίσω της το οικονομικό κραχ περασμένων ετών και να κοιτάξει με αποφασιστικότητα στο μέλλον. Κι όλα σίγησαν μεμιάς, όταν ανέλαβε τα ηνία της χώρας ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς. Αστυνομική καταστολή, λογοκρισία, περιορισμός ατομικών ελευθεριών έγιναν ο Προκρούστης στην καθημερινότητα μεγαλουπόλεων όπως ο Πειραιάς. Στις εφημερίδες της εποχής, μαθαίνουμε τα νέα της δημοτικής συναυλίας στον Τινάνειο Κήπο, παρατηρούμε φωτογραφίες διπλωματούχων του Εθνικού Ωδείου, ενώ ο νταλγκάς της πόλης βράζει σε καταγώγια όπως το «Ζωρζ Μπατέ» στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (σημερινή Ακτή Τζελέπη). Η νυχτερινή ζωή δεν αναγράφεται στις εφημερίδες. Ο φόβος ζει και βασιλεύει. Οι ιστορίες πίσω από το στοιχειωμένο σπίτι του Πειραιά Στην άλλη άκρη της πόλης Γυναίκες δεν πήγαιναν μόνες τους στη Δραπετσώνα και στο Πέραμα το βράδυ, γιατί οι άντρες τις κοιτούσαν στραβά και πονηρά. Οι ταμπέλες στους τεκέδες έγραφαν συνήθως παραπλανητικά «μπουγατσατζίδικο» ή κάτι παρόμοιο, ώστε να μπερδεύουν τους αστυνόμους και ο τεκετζής έβρισκε διάφορα τεχνάσματα να κρύβει μέσα σε τοίχους και σωλήνες το ντουμάνι, ώστε να μην τον πάνε φυλακή. Τέτοια μαγαζιά έβρισκες στα Λεμονάδικα, εκεί που σύχναζε ο 20άρης της εποχής Μάρκος Βαμβακάρης, σε παρέες που απαρτίζονταν από τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Μουφλουζέλη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Ανέστη Δελιά και τον μπουζουξή/μαγαζάτορα Γιώργο Αμπάτη, ή για τους φίλους, Μπάτη. Ο μύθος λέει, πως ο Μπάτης επιχείρησε να μετατρέψει πολλά ποιήματα του Λαπαθιώτη σε ρεμπέτικα τραγούδια. Αυτό είναι κάτι που δε θα το μάθουμε ποτέ. Στην πραγματικότητα, ο Μπάτης προσπαθούσε -και κατάφερε- να πείσει τον βαρκάρη Παγιουμτζή, τον Βαμβακάρη – που τότε δούλευε σφαγέας στη Δραπετσώνα- και τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Δελιά, ώστε να φτιάξουν ένα συγκρότημα. Τότε γεννήθηκε η Τετράς του Πειραιά, η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία όλων των εποχών. Οι μυθικές ιστορίες Από τη βιογραφική έκδοση Άγιος Βαμβακάρης καταγράφουμε μια επική ιστορία που έχει για πρωταγωνιστή τον Μπάτη και το μυθικό κουαρτέτο για μία συναυλία στην Κρήτη. Εκεί έχουν ξεμείνει από λεφτά και ο Μπάτης αποφάσισε να υποδυθεί τον φαρμακοποιό και με διάφορα τρικ, ψεύτικα πόσιμα προϊόντα και μαντζούνια, να αποσπάσει χρήματα από εύπιστους χωριανούς. Συγκεκριμένα, έλεγε ότι πούλαγε μια θαυματουργή σκόνη, που έκανε καλό στα δόντια. Μπορείτε να φανταστείτε τι ακριβώς ήταν αυτή η «σκόνη». Μια μέρα τον πλησίασαν δυο γέροντες Κρητικοί και του ζήτησαν να πάει στο κτήμα τους και να τους σώσει από μια δύσκολη κατάσταση. Ο γιος του Μάρκου, Στέλιος Βαμβακάρης, διηγείται: «Λέει ο Μπάτης στον Στράτο που εκτελούσε χρέη βοηθού, πάρε το βαλιτσάκι με τα σέα και πάμε στο κτήμα να δούμε τι γίνεται. Το πρόβλημα λοιπόν που αντιμετώπιζαν οι Κρητικοί, ήταν ότι ένας γάιδαρος που είχαν, ήταν σε παροξυσμό και δεν μπορούσε να τον πλησιάσει κανείς, γιατί κλώτσαγε σαν τρελός. Ο Μπάτης λέει στους ιδιοκτήτες του, πηγαίνετε έξω από τον στάβλο και αφήστε εμάς να κάνουμε τη δουλειά μας. Εκεί λοιπόν η θρυλική τετράς κλεισμένη στον στάβλο, έβγαλε το φάρμακό της και άρχισε να μαστουριάζει, κάνοντας “ανάποδες” με τον γάιδαρο, μέχρι που έπεσαν τα αυτιά του ζωντανού και την άκουσε στέρεο. Βγαίνει η τετράδα έξω από τον στάβλο σαν να μην τρέχει τίποτα, τους δίνουν όλο χαρά οι Κρητικοί και 100 δραχμές για το θαύμα.Τα θαύματα όμως μερικές φορές δεν κρατάν για πάντα και όταν ξεμαστούρωσε ο γάιδαρος, κλώτσησε πάλι τον ιδιοκτήτη του. Δεν ήθελαν και πολύ οι Κρητικοί και βγήκαν να κυνηγήσουν τους απατεώνες κτηνιάτρους, οι οποίοι κρύφτηκαν στο λιμάνι και κατάφεραν και έφυγαν με το πρώτο πλοίο, με τον τρελό Μπάτη να κουνάει μάλιστα και λευκό μαντήλι στους Κρητικούς που τους έψαχναν να τους σκοτώσουν». Προς τη διάλυση Η Τετράς του Πειραιά ήταν ένα βραχύβιο σχήμα, που έκανε εμφανίσεις κυρίως στη Μάντρα του Σαραντόπουλου και ύστερα από ορισμένες σκόρπιες συναυλίες, έπαψε να υφίσταται. Μάλιστα, το 1937, καθώς επί δικτατορίας Μεταξά διεξαγόταν άγριο κυνηγητό στους καφενέδες και τα ρεμπετομάγαζα Αθηνών και Πειραιά, κλείνει και το καφενείο του Μπάτη και τότε αναγκάζεται να φτιάξει άλλο, στο πάλι πειραιώτικο Γιουσουρούμ. Ο οικογενειάρχης πια, Βαμβακάρης εκείνη την εποχή είχε ήδη ηχογραφήσει τη «Φραγκοσυριανή», πίσω στη Σύρο, ενώ ο Ανέστης Δέλιας, βούλιαζε στην εξάρτησή του από την ηρωίνη. Το Αρτεμάκι, μεθυσμένος από έρωτα To Αρτεμάκι, όπως ήταν το ψευδώνυμο του Δέλια, σύμφωνα με τις διηγήσεις του ίδιου του Βαμβακάρη, ήταν ένας ταλαντούχος κιθαρίστας που έπαιζε στις σπηλιές του Πειραιά, μαζί με άλλους πρόσφυγες και τον ανακάλυψε ένα βράδυ τυχαία και τον πήρε κοντά του για να μάθει μπουζούκι.
Εκτός από το χασίς, κάποια ρεμπέτικα μιλούσαν και για την ηρωίνη Ο Δέλιας έγραψε το θρυλικό «Χαμάμ» κι ένα σωρό ακόμα κλασικά ρεμπέτικα όπως τα: «Αθηναίισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου μάγκα στη γειτονιά μου», «Για ένα παλιό σακάκι», «Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα», «Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Ο πόνος του πρεζάκια». Σύμφωνα με διηγήσεις του Στέλιου Κερομύτη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του με τίτλο «Να Συλληφθεί το Ντουμάνι» (2004), ο Δέλιας έμπλεξε στην ηρωίνη παρασυρόμενος από μια γυναίκα, την περιβόητη «Κούλα» ή «Σκουλαρικού» από τις συνοικίες των Βούρλων. Ο εθισμός του, θρυλείται πως ξεκίνησε κάπως έτσι, αν και ο παρακάτω ισχυρισμός ουδέποτε επιβεβαιώθηκε: «Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε, το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του ‘βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Με το που έκανε να αρχίσει να κοιμάται, του ‘βαζε το χωνάκι». «Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω ‘γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι’ αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δύο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια». Ένα κυνικό τέλος Η ιστορία έγραψε πως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τον Ανέστη Δέλια νεκρό αγκαλιά με τον μπαγλαμά του, έξω από ένα καφενέ στο Μεταξουργείο, αν και στο μεταξύ όντας αυτοεξόριστος στην Ίο, είχε καταφέρει να μείνει για λίγο μακριά από την ηρωίνη. Ο Βαμβακάρης, 35άρης πια και προστάτης οικογενείας, κατέφυγε στη Σύρο, συνεχίζοντας να γράφει τραγούδια ανελλιπώς. Ένας από τους στίχους που έγραψε εκείνη την εποχή, ήταν και ο παρακάτω: Όσο κι αν το ΄λεγαν πολλοί εγώ δεν φανταζόμουν τώρα στα γεροντάματα φαντάρος θα ντυνόμουν. Κι όμως με βάλαν στη γραμμή εις φάλαγγα κατ΄άντρα και με διπλοκλειδώσανε στου πεζικού τη μάντρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου